περ

περ
περ (A), enclit. Particle, adding force to the word to which it is added, prob. a shortd. form of περί (q. v.) in the sense of
A very much, however much.—Chiefly [dialect] Ep. and Lyr.; also in Trag. with relats. and parts.:
1 in Hom. freq. with Adj. and part. ὤν, ἐπεί μ' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν π. ἐόντα all shortlived as I am, Il.1.352 ; φίλην π. ἐοῦσαν ib.587 ;

Ἰθάκης κραναῆς π. ἐούσης 3.201

: mostly concessive like καίπερ (q. v.), ἀγαθός π. ἐών however brave thou art, 1.131, al.;

κρατερός π. ἐών 15.164

;

κύνεός π. ἐών 9.373

; δουρικτητήν π. ἐοῦσαν ib.343;

μέγαν π. ἐόντα 5.625

: so in Trag.,

ἄελπτά π. ὄντα A.Supp.55

(lyr.);

γενναῖός π. ὤν S.Ph.1068

: with a Subst.,

ἀλόχῳ π. ἐούσῃ Il.1.546

;

γυνή π. οὖσα A.Th.1043

: with Adj. and Subst.,

λιγύς π. ἐὼν ἀγορητής Il.2.246

: with καί preceding,

καὶ κρατερός π. ἐών 15.195

, etc.: with the part. ὤν omitted, φράδμων π. ἀνήρ however shrewd, 16.638;

κρατερός π. 21.63

; χερείονά π. 17.539 ; καὶ θεός π. A.Ag.1203, cf. 1084 : with parts., ἱεμένων π. however eager, Il.17.292 ; καὶ ἀχνύμενός π. ἑταίρου grieved though he was for . . , 8.125.
2 intens., ἐλεεινότερός π. more pitiable by far, 24.504 ; μίνυνθά π. for a very little, 1.416, 13.573 ; ὀλίγον π. 11.391 ; πρῶτόν π. first of all, 14.295 ; ὑστάτιόν π. 8.353 ; ὀψέ π. Pi.N.3.80 : to strengthen a negation, οὐδὲ . . π. not even, not at all,

οὐδ' ὑμῖν ποταμός π. ἐΰρροος ἀρκέσει Il.21.130

, cf. 8.201, 11.841, 21.410, Od.1.59
, 3.236 ;

μή ποτε καὶ σὺ γυναικί π. ἤπιος εἶναι 11.441

; ἢν μή π. Hdt.6.57.
3 to give emphasis,

ἀλλὰ καὶ αὐτοί π. πονεώμεθα Il.10.70

;

ἡμεῖς δ' αὐτοί π. φραζώμεθα 17.712

;

σθένος ἀνέρος ἀμφότεροί π. σχῶμεν 21.308

: esp. at any rate, τιμήν π. μοι ὄφελλεν ἐλλυαλίξαι honour (whatever else) he owed me, 1.353, cf. 2.236, 17.121,239 ;

τόδε π. μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ 8.242

: in imper. clauses with the pers. Pron., ἀλλὰ σύ π. μιν τῖσον at all events,
1.508 : in the apodosis of a conditional sentence,

εἰ δέ τοι Ἀτρεΐδης μὲν ἀπήχθετο . . , σὺ δ' ἄλλους π. . . ἐλέαιρε 9.301

, cf. 11.796, 12.349.
II after Conjs. and relat. words, with which it commonly coalesces:
1 after hypothetical Conjs., v. εἴπερ.
2 after temporal Conjs., ὅτε π. just when, Il.4.259, 5.802, etc.; ἦμος . . π. 11.86; ὅταν π. S.OC301, etc.; πρίν π. before even, Il.15.588.
3 after causal Conjs., v. ἐπείπερ, ἐπειδήπερ ; δι' ὅ τι π. just because, Hdt.4.186.
4 after relats., v. ὅσπερ, οἷός περ, ὅσοσπερ, ἔνθαπερ, ὅθιπερ, οὗπερ, ᾗπερ, ὥσπερ.
5 after the comp. particle, v. ἤπερ, ἠέπερ.
6 after καί, v. καίπερ.
------------------------------------
περ (B), [dialect] Aeol. for περί.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ' — περί , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου …   Dictionary of Greek

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”